-
1 κατα-σπείρω
κατα-σπείρω, bestreuen, überstreuen; ἤδη καὶ λευκαί με κατασπείρουσιν ἔϑειραι Philodem. 14 (XI, 41); ausstreuen, verbreiten, εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν Plat. Legg. X, 891 b; πλούτῳ Ἑλλάδα D. Hal. de vi Dem. 29; – aussäen, Sp.; überte., erzeugen, τὸν κατασπείραντά σε, deinen Vater, Eur. Herc. Fur. 469; vgl. Plat. Tim. 91 e; bereiten, ὅσας ἀνίας μοι κατασπείρας φϑίνεις Soph. Ai. 984; Sp.
-
2 κατασπείρω
Aσπερῶ LXX
(v. infr.):—sow, plant,εἰς μήτραν ζῷα Pl.Ti. 91d
: metaph.,ἀνίας μοι κατασπείρας S.Aj. 1005
:—[voice] Pass.,ὁ κατεσπαρμένος σπόρος PMagd.7.8
(iii B.C.).II spread as in sowing, τοῦ χάρακος κ. [πυροβόλα] scatter them over.., Plu.Cam.34;αὐτοῖς αὔραν τινὰ κ. ἡ χώρα νότιον Id. Dio 25
:—[voice] Pass., to be spread abroad, dispersed,εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν Pl.Lg. 891b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπείρω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий